- οπτίζομαι
- ὀπτίζομαι (Α)(εσφ. ανάγνωση) γίνομαι ορατός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπτιζομένοις — ὀπτίζομαι pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτισόμεθα — κατά ὀπτίζομαι aor subj mp 1st pl (epic) κατά ὀπτίζομαι fut ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)